προαναφερομένου

προαναφερομένου
προαναφερομένου , πρό-ἀναφέρω
bring
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποκάθετος — η, ο, Ν το θηλ. ως ουσ. η υποκάθετος μαθημ. η προβολή πάνω σε άξονα συντεταγμένων τού τμήματος τής καθέτου πάνω σε μία καμπύλη σε ένα σημείο, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ τού σημείου αυτού και τού προαναφερόμενου άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • Νομικής, γεγονότα — Μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις που συντάραξαν την Αθήνα τον Φεβρουάριο Μάρτιο του 1973 και είχαν ως στόχο το δικτατορικό καθεστώς. Ξεκίνησαν με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος, το οποίο επέτρεπε στο υπουργείο Άμυνας να διακόπτει κατά βούληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”